- υποράπτω
- Αβλ. υπορράπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπορράπτω — ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α [ῥάπτω] επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω αρχ. (σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.) … Dictionary of Greek